προσκρίνω

προσκρίνω
Α [κρίνω]
1. επιδικάζω
2. προδικάζω
3. παθ. προσκρίνομαι
α) αφιερώνομαι, προσφέρομαι («τῷ θεῷ προσκρίνεται», Φίλ.)
β) (φιλοσ.) ενώνομαι με κάτι, αφομοιώνομαι («προσκρίνεσθαι τῷ σώματι», Δαμάσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκρισις — ίσεως, ἡ, Α [προσκρίνω] 1. αύξηση με προσθήκη, ένωση ή αφομοίωση 3. επιδίκαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”